Κώστας Σώκος: ΗΡΩΪΔΕΣ -- Το Ποίημα του Σαββάτου --
Μελαχρινή κομψή, γλυκύτατη κυρία πάει το γιό της πρώτη τάξη στο σχολειό. Αργά προσπέρασε φτηνό κουτσομπολιό από κενόδοξες που ψάχναν ευκαιρία. ΄΄Είναι γυναίκα ναυτικού. Απ’ την Ασία. Μάλλον πτωχή.΄΄ Τα σχόλια γύρω της βοούν. Οι ψηλομύτες έχουν λόγο ν’ αγνοούν πως πλούτος είναι του ανθρώπου η αξία! Μ’ ένα γλυκό, ζεστό χαμόγελο στα χείλη στις αφηγήσεις της, απλή και πειστική. Μια σιλουέτα ποθητή, ελκυστική. Γύρω της όλοι, θεωρούσε, ήταν φίλοι. Στεριά και θάλασσα την είχαν αγαπήσει. Πότε στον άντρα της και πότε στο παιδί. έτρεχε πάντα με λαχτάρα να τους δει και είχ’ επάνω τους μ’ ελπίδα ακουμπήσει. Γνώρισε κάθε λιμανάκι και μουράγιο. Αγάπη ένοιωσε για όλες τις φυλές κι’ αναρωτιότανε με ύφος αφελές αν οι λαοί του τρίτου κόσμου είχαν Άγιο! Είδε πως τούτοι, μαλακό ψωμί δε φάγαν. Είδε ανέντιμων πλουσίων τη χλιδή. Της ευτυχίας το πολύτιμο κλειδί, βρήκε σ’ εκείνο το αρχαίο «Μηδέν Άγαν». Αθώα μίλαγε στις άγνωστες κυρίες, για το παιδί της ,τα ταξίδια, τη δουλειά. Άκουγαν όλες, μα δ